Σάββατο 17 Απριλίου 2010


Ωδή για Εκείνη
(αγνώστου)

   Μας έλκυσε από μακρυά. Την ακούσαμε να φωνάζει δυνατά τα ονόματα μας, την ακούσαμε να ουρλιάζει για να μας ξυπνήσει. Την ακούσαμε να υποφέρει όχι επειδή ήταν αυτή μακρυά μας μα επειδή ήμασταν εμείς μακρυά της. Πολλές φορές μας προσέγγισε αλλάζοντας συχνά μορφή,στο γεράκο στη στάση του λεωφορείου που χωρίς λόγο ξεκινάει να λέει σε εσένα την ιστορία της ζωής του, καταλήγοντας στην προτροπή του να χαρείς το τώρα, τα νιάτα σου. Στα μάτια του αγαπημένου σου καθρεφτίστηκε κάποιες φορές όταν αυτός χωρίς προφανή λόγο στην περιέγραφε. Στο κορμί εκείνης της κοπέλας που μοιραστήκατε το ίδιο στρώμα για ένα βράδυ, στη γροθιά εκείνου του μπάτσου που χωρίς να το ήξερε δρούσε για λόγο της.
   Δεν την αγνοήσαμε. Στην αρχή μας συνεπήρε η ομορφιά της, μας σαγήνευσαν οι υποσχέσεις της. Αρχίσαμε να την ποθούμε σαν εραστές που λαχταρούν την όμορφη νέα ή κοπέλες που μόλις ένοιωσαν το άγγιγμα ξένης σάρκας για πρώτη φορά  στο στήθος τους. Τόσο απλά, τόσο φυσικά. Την φωνάξαμε στους δρόμους να μας συνοδεύσει τότε που αδέλφια μας αργοπέθαιναν, την κάναμε ζωγραφιά και στολίσαμε τους τοίχους σας να χαρούν τα μάτια σας, την κλείσαμε σε ένα μπουκάλι και την αφήσαμε στους ωκεανούς της μεγαλούπολης να αιωρείται πριν φωτίσει τη νυχτιά.
   Την κάναμε κομμάτι μας. Και έτσι γίναμε κι εμείς κομμάτι της. Αρχίσαμε να μπαίνουμε πιο βαθιά, να την γιορτάζουμε κάποια απόβραδα υπό το φως της σελήνης και τους αρχαίους ρυθμούς. Τα τύμπανα που ακούγονταν στα αυτιά μας δεν ήταν του πολέμου, μήτε της εχθρότητας, έφερναν το μήνυμά της μόνο. Διψούσαμε για ζωή και μας ξεδίψασε, κλαίγαμε να ακουστούμε και μας έδωσε τη δύναμη να φωνάζουμε με όλο μας το είναι. Ήμασταν φυλακισμένοι και μας ελευθέρωσε όπως μόνο εκείνη μπορούσε, αληθινά, απόλυτα, μοναδικά. Πάψαμε να την αναζητούμε γιατί αυτή γεννήθηκε μέσα μας. Έσκισε τον εαυτό της και μοιράστηκε στα παιδιά της, αφέθηκε στα χέρια μας γιατί ήξερε ότι δεν είχε τίποτα να φοβηθεί, ήταν και θα είναι για πάντα.
   Κοίταξε μας. Κάποτε ήμασταν σαμάνοι, απομωνομένοι μοναχοί, ήρεμοι βουδιστές και πολεμοχαρείς χωρικοί ενάντιοι του βασιλιά. Ήμασταν πολεμιστές, εραστές, τρελοί, καλλιτέχνες, μάγοι, ζητιάνοι, νέοι, γέροι και παιδιά. Υπερήφανοι αιρετικοί που καήκαμε αναίτια και ταπηνοί  δούλοι που το βράδυ μαζευόμασταν γύρω απτη φωτιά και γελούσαμε με τα προβλήματα της αριστοκρατικής τάξης. Ήμασταν αερικά, πνεύματα ανήσυχα, φαντάσματα, δράκοι, ξωτικοπαρμένοι και ονειροπαρμένες κοπέλες. Ήμασταν μια ιστορία που σου είπε η γιαγιά σου, ένα ελαφρό αεράκι που σε λύτρωσε απ’ την καλοκαιρινή ζέστη και μια σταγόνα βροχής που άθελα της έπεσε μέσα στο στόμα σου για να γευτείς λίγο ουρανό.
    Ήμασταν, είμαστε και θα είμαστε παιδιά της. Παιδιά της Ελευθερίας, της μοναδικής της αλήθειας, της ζωογόνου πνοή της, του ασταποφόρου χαμόγελού της. Ήμασταν, είμαστε και θα είμαστε παιδιά της Ελευθεριάς. Και το μεγάλο μυστικό που τόσα χρόνια φέρουμε μαζί μας, το μεγάλο μυστικό που άλλοτε στο δώσαμε βγαλμένο απ’ τα φύλλα κάποιου φυτού κι άλλοτε κεντημένο στο φλοιό ενός δέντρου, γραμμένο σε τόνους παπύρου και συμπυκνωμένο σ’ ένα ψίθυρο μιας βραδιάς, το μεγάλο μυστικο που πάντα μοιραζόμασταν με εσένα είναι ένα.
Είσαι κι εσύ παιδί της Ελευθερίας.
 Έχει γεννηθεί και μέσα σου το φώς της.
Δές το, ακουλούθησε το, άστο να σε συνεπάρει κι έλα να μας βρεις. Είμαστε, είσαι και είναι παντού.
Τα πάντα Ελεύθερα αυτο - ποιήθηκαν...


Με αγάπη

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2010

Ερωτήσεις

Συχνά πυκνά σε αυτή τη ζωή ακούμε και κάνουμε ερωτήσεις.
"Γιατί ο ουρανός είναι μπλέ μπαμπά;"
"Γιατί ο Γιώργος δεν με θέλει Μαρία;"
"Γιατί τα πουλάκια πετούν μαμά;"
"Γιατί η Τζένυ δε σηκώνει το κινητό ρε φίλε;"
Ακούμε και κάνουμε πολλές ερωτήσεις, μερικές που μου έρχονται στο μυαλό, κι όποιος ξέρει ας μου απαντήσει, είναι:
"Πόσες ερωτήσεις κάνουμε;
Κάνουμε όλοι τις ίδιες ερωτήσεις;
Μήπως Κάποιοι άνθρωποι κάνουνε πολλές και Άλλοι λίγες;
Για ποιό λόγο θα μπορούσε Κάποιος να κάνει περισσότερες από κάποιον Άλλον;
Μήπως αυτός θα ήξερε λιγότερα πράγματα απ' τον Άλλον;
Κι αν ο Άλλος ήξερε περισσότερα πράγματα θα τα ήξερε σωστά ή θα τα ήξερε λάθος κι έχοντας πάψει να κάνει πολλές ερωτήσεις δεν θα τα μάθαινε ποτέ σωστά;
Κι αν ο Άλλος θεωρεί ότι ξέρει τις σωστές απαντήσεις κι έχει κάνει επιλογές σύμφωνα με αυτές, πόσο συνετό είναι να πάρει το ρίσκο να ξανακάνει την ίδια ερώτηση;
Κι αν ο Άλλος είχε κάνει τις ερωτήσεις παλιά και του είχαν δώσει απαντήσεις τις οποίες τότε δεν είχε την ωριμότητα να κρίνει, μην κάνοντας τις ερωτήσεις αυτές ξανά, πώς θα μπορούσε να είναι σίγουρος ότι ζει σύμφωνα με τις δικές του αποφάσεις;
Ποιός μας δίνει τις πρώτες και σημαντικότερες απαντήσεις και κατά πόσο είναι οι σωστές;
Υπάρχουν εντέλει σωστές και λάθος απαντήσεις;
Μήπως υπάρχουν σωστές και λάθος ερωτήσεις;
Πότε είναι η σωστή στιγμή για να πάψει κάπoιος να κάνει ερωτήσεις;
Υπάρχει αυτή η στιγμή;
Και η η ερώτηση που με βασανίζει περισσότερο από όλες...
Γιατί όταν Κάποιος ρώτησε έναν Άλλο πόσες απαντήσεις έχει, αυτός του απάντησε ότι έχει μόνο μια: Ότι δεν γνωρίζει καμία απάντηση...

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009

Το ζήτημα των αποσκευών

Σε αυτό τον κόσμο, όλοι έχουν την ιστορία τους. Καλή, κακή, αδιάφορη, όμορφη, όπως και να έχει όλοι έχουν την ιστορία τους.
Δεν είμαστε πια παιδάκια.
Δεν είμαστε πια ελεύθεροι από νοητικούς περιορισμούς.
Δεν είμαστε πια αυθόρμητοι.
Άλλο λίγο και δεν θα είμαστε πια Άνθρωποι.
Κατανοητό αυτό κι αναμενόμενο, αν και μη επιτρεπόμενο. Το μόνο που με βασανίζει είναι το "ζήτημα των αποσκευών" όπως μ'αρέσει να το ακούω. Θα το εκθέσω σύντομα αλλά δεν θα το αναλύσω, άλλωστε κι η δική μου ανάλυση απλά μια άποψη θα ήταν που δεν την χρειάζεστε, είμαι σίγουρος ότι θα έχετε τη δική σας!
Ας φανταστούμε τη ζωή μας σαν ένα ταξίδι, με εμάς στο ρόλο του τουρίστα και κάθε νέο άνθρωπο που γνωρίζουμε σαν ένα ξενοδοχείο. Κάποια είναι μεγάλα κι εντυπωσιακά, κάποια λιτά κι απέρριτα, σε κάποια μένουμε για πολύ, σε κάποια για λίγο. Το θέμα είναι ότι όσο αλλάζουμε ξενοδοχεία, κρατάμε τις αναμνήσεις, τις χαρές και τις λύπες κι όλα τα άλλα συναισθήματα που μας έχουν αφήσει τα προηγούμενα καταλήμματά μας. Αυτές είναι οι αποσκευές μας.
Κι όσο μεγαλώνουμε κι επισκεπτόμαστε όλο και περισσότερα ξενοδοχεία οι βαλίτσες μας πληθαίνουν και γίνονται όλο και πιο βαριές. Το ταξίδι γίνεται όλο και πιο επίπονο, τα χέρια μας όλο και πιο κουρασμένα απ'το κουβάλημα, με αποτέλεσμα πολλοί άνθρωποι να αποφασίζουν να μείνουν σε κάποιο ξενοδοχείο κι ας μην τους παρέχει όλα αυτά που θέλουν, από φόβο μήπως και λόγω των αποσκευών δεν αντέξουν να βγάλουν την απόσταση μέχρι το επόμενο ξενοδοχείο, από αγωνία μήπως και το επόμενο οίκημα δεν χωράει τα πράγματά τους. Το "ζήτημα των αποσκευών" είναι το εξής: Αν κάποια στιγμή σταματήσουμε, αφήσουμε κάτω τις βαλίτσες και τις ανοίξουμε θα ανακαλύψουμε ότι είναι άδειες,κενές...τόσο απλά.
Κι ο νοών νοείτω...

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009

Το παράδοξο


Όπως και Πάνω έτσι και Κάτω.
Αυτό τώρα τι πα' να πει;
Ότι όλα είναι ίδια;
Ότι όλα είναι όμοια;
Ότι όλα είναι ίσα;
Κι αν είναι όλα ίδια τότε γιατί βλέπω μέρα και νύχτα;Αν είναι όλα όμοια γιατί παραμένω αθεράπευτα ερωτευμένος με την πανσέληνο ενός Αυγούστου κι όχι με την υγρασία που σου τρυπάει τα κάκκαλα το Δεκέμβρη;Αν όλα είναι ίσα γιατί ο ένας μου φίλος μένει σε ένα κλουβί 25 τετραγωνικών μέτρων ενώ ο άλλος σε μια βίλλα;
Από την άλλη,το Πάνω με το Κάτω, αν δεν είναι ίδια,όμοια κι ίσα εξακολουθούν να έχουν μια φοβερή σύνδεση.
Μπορεί το ένα να είναι το ακριβώς αντίθετο του άλλου αλλά ταυτόχρονα το ένα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο.
Παράξενο πράγμα ρε παιδί μου.
Κάτι εντελώς αντίθετο με κάτι άλλο να μην μπορεί να νοηθεί χωρίς την ύπαρξη αυτού του "μισητού" άλλου.
Η παλιά ιστορία με το πως το σκοτάδι δεν υπάρχει χωρίς φώς και τούμπαλιν.
Μπορεί κάποιος να μου πει πως τελειώνει αυτή η ιστορία;
Ή απλά έχουμε αποδεχτεί το παράδοξο γιατί δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουμε το Αληθινό;
Έχω την εντύπωση ότι δεν είμαστε τόσο περιορισμένοι όσο νομίζουμε,αλλά μόνο την εντύπωση για την ώρα.
Την εντύπωση κι αυτή τη φράση κολλημένη στο μυαλό μου.
Όπως και Πάνω έτσι και Κάτω...

ΥΓ. Αναρωτιέμαι στο σύμπαν πιο είναι το Πάνω και πιο το Κάτω
;